- Φιλαρέτου
- Φιλάρετοςlover of virtuemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλαρέτου — φιλάρετος lover of virtue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Ρομανόφ — (1596 – 1645). Τσάρος της Ρωσίας (1613 45), γιος του μητροπολίτη Ροστόβ Φιλάρετου. Διάδοχος του τελευταίου τσάρου της δυναστείας των Ρούρικ Θεόδωρου, ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία μόλις 16 ετών (1613) με την υποστήριξη των βογιάρων και του κλήρου … Dictionary of Greek
Παγίδας, Νεόφυτος — Λόγιος κληρικός της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος πέθανε το 1893. Ήταν εφημέριος στην ελληνική εκκλησία της Πετρούπολης και κάτοχος της ρωσικής γλώσσας και της θεολογίας. Μετέφρασε από τα ρωσικά την Τρίτομη Πατρολογία του Φιλάρετου,… … Dictionary of Greek